Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „abhaben“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

ab|haben irr VERB μεταβ

1. abhaben (Brille, Hut):

abhaben

Παραδειγματικές φράσεις με abhaben

etw abhaben wollen
willst du etwas davon abhaben?

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Drei Hunde wollen vom Festessen im Dorf abhaben, indem sie einzeln hingehen.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"abhaben" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский