Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „zulangen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

zu|langen VERB αμετάβ

1. zulangen (zugreifen):

zulangen
ordentlich zulangen (beim Essen)

2. zulangen (bei der Arbeit):

zulangen

Παραδειγματικές φράσεις με zulangen

ordentlich zulangen (beim Essen)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Er könne „dann sehr zulangen“.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"zulangen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский