Γερμανικά » Ελληνικά

übel|wollen

übelwollen irr VERB αμετάβ:

θέλω το κακό +δοτ +γεν

Wohlwollen <-s> SUBST ουδ ενικ

zurück|wollen

zurückwollen irr VERB αμετάβ:

II . wollen1 <will, wollte, gewollt> [ˈvɔlən] VERB βοηθ ρήμα έγκλ

wollen2 [ˈvɔlən] ΕΠΊΘ

Παραδειγματικές φράσεις με wolltest

was um alles in der Welt wolltest du da? μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский