Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „wegholen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

I . weg|holen VERB μεταβ (wegnehmen)

II . weg|holen VERB αυτοπ ρήμα οικ (sich anstecken)

Παραδειγματικές φράσεις με wegholen

sich eine Grippe wegholen

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Obwohl Fußball ihn von der Straße wegholte, hatte es für ihn keine Priorität mehr.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"wegholen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский