Γερμανικά » Ελληνικά

Pups <-es, -e> [puːps] SUBST αρσ οικ

πορδή θηλ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Die beiden konnten zeigen, dass zumindest ein Teil der Kommunikation im Heringsschwarm durch Pupsen erfolgt.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"pupsen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский