Γερμανικά » Ελληνικά

Mal2 <-(e)s, -e o Mäler> [maːl, pl: ˈmɛːlɐ] SUBST ουδ

1. Mal (Markierung):

Mal
σημάδι ουδ
Mal
σήμα ουδ

2. Mal (Muttermal):

Mal

x-mal [ˈɪksmaːl] ΕΠΊΡΡ οικ

Παραδειγματικές φράσεις με man's

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский