Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „lüpfen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

lupfen [ˈlʊpfən] VERB μεταβ CH A ιδιωμ, lüpfen [ˈlypfən] VERB μεταβ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Warum also nicht den Leistungsschnitt anheben, indem sie ihr Röckchen entsprechend lüpft?
de.wikipedia.org
Und sie lüpfte ihren Rock und hob ihr steifes Bein über seinen Nachttisch hinweg.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Αναζητήστε "lüpfen" σε άλλες γλώσσες

"lüpfen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский