Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „lümmeln“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

lümmeln VERB αμετάβ/αυτοπ ρήμα οικ

lümmeln

Lümmel <-s, -> [ˈlʏməl] SUBST αρσ οικ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
So wird er von einem Gefreiten angebrüllt, wenn er sich in nicht geordneten Kleidern aufs Bett lümmelt und raucht.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"lümmeln" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский