Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „aufschürfen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

auf|schürfen VERB μεταβ

aufschürfen
sich δοτ das Knie aufschürfen

Παραδειγματικές φράσεις με aufschürfen

sich δοτ das Knie aufschürfen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"aufschürfen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский