Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „aufgedonnert“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

aufgedonnert ΕΠΊΘ οικ μειωτ

1. aufgedonnert (auffällig gekleidet):

aufgedonnert

2. aufgedonnert (stark geschminkt):

aufgedonnert

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Übles Auftreten, überfressen, aufgedonnert und ungebildet.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"aufgedonnert" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский