Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Anleihewährung“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά

(Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Anleihewährung <-, -en> SUBST θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

Anleihewährung

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Fremdwährungsanleihen kommen bei Staaten vor, deren eigene Währung als Anleihewährung international nicht akzeptiert wird.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Anleihewährung" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский