Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκτέλεση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκτέλεσ|η <-εις> [ɛkˈtɛlɛsi] SUBST θηλ

1. εκτέλεση (γενικά: εφαρμογή):

εκτέλεση
Ausführung θηλ

2. εκτέλεση (θανάτωση):

εκτέλεση
Hinrichtung θηλ
εκτέλεση
Exekution θηλ

4. εκτέλεση:

εκτέλεση ΜΟΥΣ, ΘΈΑΤ
Darbietung θηλ
μουσική εκτέλεση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский