Anklage <-, -n> SUBST θηλ
1. Anklage ΝΟΜ (Beschuldigung):
-
κατηγορία θηλ
2. Anklage ΝΟΜ (Anzeige):
-
καταγγελία θηλ
3. Anklage ΝΟΜ (Anklagevertretung):
-
εισαγγελία θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.