Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Alleinverkaufsrecht“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Alleinverkaufsrecht <-(e)s, -e> SUBST ουδ ΝΟΜ

Παραδειγματικές φράσεις με Alleinverkaufsrecht

das Alleinverkaufsrecht für etwas haben

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Diesen Händlern wurden Alleinverkaufsrechte eingeräumt.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Alleinverkaufsrecht" σε άλλες γλώσσες

"Alleinverkaufsrecht" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский